Δυσανεξία στη Λακτόζη
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι η αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει και να απορροφήσει τη λακτόζη, το κύριο σάκχαρο που βρίσκεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Αυτό συμβαίνει λόγω της μερικής ή ολικής έλλειψης του ενζύμου λακτάσης, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση της λακτόζης στο λεπτό έντερο. Το ένζυμο αυτό διασπά τη λακτόζη σε γλυκόζη και γαλακτόζη που απορροφούνται στη συνέχεια από το βλεννογόνο του εντέρου.
Τα συμπτώματα της δυσανεξίας λακτόζης εμφανίζονται συνήθως 30 λεπτά με 2 ώρες μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και περιλαμβάνουν φούσκωμα, κοιλιακό πόνο και κράμπες, διάρροια και ναυτία. Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη περιλαμβάνει διάφορες μεθόδους για να προσδιοριστεί εάν ο οργανισμός μπορεί να διασπάσει σωστά τη λακτόζη.
Στο γαστρεντερολογικό μας ιατρείο διενεργείται ειδικό τεστ που ανιχνεύει με μεγάλη ακρίβεια τη μερική ή ολική δυσανεξία στη λακτόζη, μέσω εξέτασης μικρού δείγματος ιστού που λαμβάνεται από το βλεννογόνο του δωδεκαδακτύλου κατά τη γαστροσκόπηση.
Στις μη επεμβατικές μεθόδους, για τον αποκλεισμό της δυσανεξίας στη λακτόζη, ανήκει το τεστ αναπνοής. Ο ασθενής καταναλώνει ένα ρόφημα που περιέχει λακτόζη. Στη συνέχεια μετράμε το επίπεδο υδρογόνου στον εκπνεόμενο αέρα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αν τα επίπεδα υδρογόνου είναι αυξημένα αυτό υποδηλώνει ότι η λακτόζη δεν διασπάται σωστά και παράγονται αέρια από τα βακτήρια στο παχύ έντερο.
Δυσανεξία στη Φρουκτόζη
Η δυσανεξία στη φρουκτόζη είναι μία κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν μπορεί να απορροφήσει σωστά τη φρουκτόζη. Η φρουκτόζη είναι ένα φυσικό σάκχαρο που βρίσκεται σε φρούτα, λαχανικά και γλυκαντικά όπως το μέλι και το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης.
Τύποι δυσανεξίας στη φρουκτόζη:
- Διατροφική δυσανεξία στη φρουκτόζη: Εμφανίζεται όταν το λεπτό έντερο δεν μπορεί να απορροφήσει αποτελεσματικά τη φρουκτόζη.
- Κληρονομική δυσανεξία στη φρουκτόζη: Αυτή είναι μία σπάνια γενετική διαταραχή στην οποία λείπει το ένζυμο αλδολάση Β, το οποίο είναι απαραίτητο για τη διάσπαση της φρουκτόζης στο ήπαρ.
Στην περίπτωση της διατροφικής δυσανεξίας στη φρουκτόζη οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα όπως μετεωρισμό, κοιλιακό άλγος και διάρροια.
Στην κληρονομική δυσανεξία της φρουκτόζης η κατανάλωση φρουκτόζης μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα όπως υπογλυκαιμία, βλάβες στο ήπαρ και στους νεφρούς και μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα.
Το τεστ αναπνοής για τον έλεγχο της δυσανεξίας στη φρουκτόζη μετρά τα επίπεδα του υδρογόνου στα δείγματα αναπνοής και χρησιμεύει ως διαγνωστικό εργαλείο για τον εντοπισμό αυτής της κατάστασης και την καθοδήγηση διατροφικών τροποποιήσεων.
Το τεστ αναπνοής για τη δυσανεξία στη φρουκτόζη βασίζεται στη ζύμωσή της από τα βακτήρια στο παχύ, παράγοντας αέριο υδρογόνο ως υποπροϊόν. Αυτή η περίσσια υδρογόνου απορροφάται στην κυκλοφορία του αίματος και εκπνέεται μέσω των πνευμόνων, όπου μπορεί να ανιχνευτεί και να μετρηθεί σε δείγματα αναπνοής.
Τεστ Κοπράνων για το Ελικοβακτηρίδιο του Πυλωρού
Το τεστ κοπράνων για το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού (Helicobacter pylori) είναι μια μη επεμβατική διαγνωστική εξέταση που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της παρουσίας του βακτηρίου H. pylori στο πεπτικό σύστημα.
Το H. pylori είναι ένα βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις στο στομάχι και είναι συνδεδεμένο με παθήσεις όπως το πεπτικό έλκος και η γαστρίτιδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η μόλυνση με αυτό το βακτήριο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του στομάχου.
Το τεστ κοπράνων για το H. pylori περιλαμβάνει τη συλλογή δείγματος κοπράνων, το οποίο στη συνέχεια εξετάζεται για την παρουσία αντιγόνων του βακτηρίου. Για την ακριβή εκτέλεση του τεστ, ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί να σταματήσει τη χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως αντιβιοτικών ή αντιόξινων, που μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα του τεστ.
Η εξέταση αυτή είναι εξαιρετικά αξιόπιστη για τη διάγνωση της λοίμωξης από H. pylori. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα του τεστ ακολουθεί και η αντίστοιχη θεραπεία.
